ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ

25-12-2010

Πως καταντήσαμε παιδιά
και χάσαμε τον κόσμο;
Τον συγγ ενή, τον γείτονα,
τον φίλο, τον εχθρό μας;

Χάσαμε τα τραγούδια μας,
χάσαμε τη ψυχή μας
πίσω απ’ τους ξένους τρέχουμε,
για μια δραχμή παρακαλάμε.

Κλειστήκαμε στα σπίτια μας,
σφραγίσαμε τ’ αυτιά μας.
Μονώσαμε τους ήχους μας,
νεκρώσαν τα μυαλά μας.

Και κάθε χρόνος που περνά
βλέπω πως αγριεύει
η μοναξιά μονάχη της
να μακελεύει ανθρώπους.

Ξυπνήστε μωρέ Έλληνες
κι εσείς παιδιά ξυπνήστε,
διώξτε τον φόβο, διώξτε τον
κι ανοίξτε τις καρδιές σας.

Ανοίξτε τα πορτοπαράθυρα
και βάλτε μεσ’ στα σπίτια σας
τον Έλληνα, τον ήλιο, τον αγύρτη,
μαζί να μπει και η χαρά,
χαρούμενο χορό ν’ αρχίσει.

 




ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΠΙΚΡΟ

25-12-2010

Τι θέλετε επιτέλους, γιατί με πιέζετε,
τι θέλετε, να αυτοκτονήσω;
Βαριά σαν τη ζωή κουβέντα ξεστομίστηκε.
Να ησυχάσω κι εγώ, να ησυχάσετε κι εσείς.

Δεν βλέπετε, ότι δεν μπορώ τα πόδια μου
να σύρω και ν’ ανταποκριθώ στις αγαθές
προθέσεις σας;
Δεν θέλω βόλτα. Δεν μπορώ.

Όχι δεν θέλω, καταλάβετέ με,
επιτέλους, δεν μπορώ.
Αφήστε με στην ανημπόρια μου.
Αφήστε με στην κατάντια του γέρου
αδύναμου ανθρώπου, μη με κάνετε
να αισθανθώ ότι σας είμαι βάρος.

Αφήστε εμένα επιτέλους στο περίμενε,
στο διαβατάρικο του χάρου μονοπάτι.
Διασκεδάστε εσείς, χαρείτε τη ζωή σας,
τα νιάτα δεν ξαναγυρνούν, χαρείτε.

Χαρείτε τώρα που όρθιοι στέκεστε.
Τώρα που ολόρθοι μόνοι περπατάτε.
Τώρα που σώμα και ψυχή πιασμένοι
χέρι χέρι, βαδίζουν.

Για μένα;
Μην πικραίνεστε,
έτσι ειν’ η ζωή τ’ ανθρώπου.
Αφήστε μόνο την αγάπη σας,
φλόγα να καίει στις άκρες των ματιών σας.
Να τη βλέπω.

Αυτή θα πάρω μόνη σύντροφο
στο μακρινό ταξίδι,
να με ζεσταίνει και να ζω
μέσα στη θύμησή σας.

 




ΞΑΦΝΙΚΟ

3-12-2010

Κι εκεί που ζωντανός
κι όλο ζωή και γέλια
ταξίδια δρόμους
φτιάχνεις στη ζωή σου.
Έρχεται κάτι ξαφνικό
και στα νεκρώνει όλα.
Πάνε τα γέλια, οι χαρές,
τα όνειρα, τα σχέδια
γυρίζει τούμπα ο ουρανός
κι η μέρα πλημμυρίζει νύχτα.
Το όρθιο κορμί ξάφνου μαραίνεται
πέφτουν τα βλέφαρα, γέρνουν τα μπράτσα
τα πόδια ψάχνουν κάθισμα
και η ψυχή βογγ ά βοήθεια
και τότε τρέχεις στο Θεό
και στους ανθρώπους τρέχεις,
σ’ αυτούς που πριν προσπέρναγες
κι αλλ ού το βλέμμα σου γυρνούσες.




Ο ΠΡΩΤΟΣ ΦΙΛΟΣ

27-11-2010

Φίλε, μαζί μπαρκάραμε
στο σπέρμα της ζωής
και από τότε,
μαζί τις θάλασσες γυρνάμε.
Φουρτούνες και κεράσματα
του ταξιδιού γευόμαστε
τις όμορφες στιγμές
και τις πικρές
πάλι μαζί αγκαλιασμένοι τις περνάμε.
Μάνες, γυναίκες και παιδιά γνωρίσαμε,
την κάθε μια στιγμή κλαίμε, γελάμε,
και περπατώ κι ακολουθάς,
και σταματώ και με κοιτάς
και τρέχω και με προλαβαίνεις
και στέκεσαι απέναντί μου ορθός
μην πέσω και κτυπήσω την ψυχή μου
και περιμένεις ήσυχος κι αόρατος,
υπομονετικός, μαύρος σαν σκιά,
αυτά που σου χρωστώ για να μου πάρεις…
Φίλε, να είσαι πάντα δίπλα μου,
να μ’ ακουμπάς, μαζί να περπατάμε,
ώσπου να έρθει η ώρα η καλή
το γεια χαρά στον κόσμο
αυτόν τον όμορφο να πούμε
και τότε εσύ που ξέρεις τα νερά,
κράτα κουπί στην βάρκα όρθιοι
τ’ Αχέροντα σε μια στιγμή να μπούμε,
στον άλλ ον κόσμο να περάσουμε
χορτάτοι απ’ τη ζωή και δίχως
σε κανένα να χρωστούμε.




ΣΤΗΝ ΣΥΜ-ΠΕΘΕΡΑ ΜΟΥ

27-11-2010

Τι να σου κάνω συμ-πεθέρα μου καλή,
και δεν μπορώ το χέρι να σ’ απλώσω,
να σε τραβήξω στα ρηχά,
και την ζωή που χάνεις να σου δώσω.
Εγώ γερός κι εσύ στο θάνατο μισή,
κι αδύναμη, παραδομένη.
Τι να σου κάνω, δεν μπορώ
τον χάροντα να τον πλανέψω.

Κουράγιο κάνε, πάλεψε,
κι ο θάνατος πολλ ές φορές
στο πάλεμα με μας νικιέται,
και κάνει πίσω κι ακολουθεί.

Κρατήσου.
Γύρνα και δώσ’ του μια μπουνιά
κι ασ’ τον ξοπίσω σου να τρέχει.
Μην φοβηθείς κρατήσου.




ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ

27-11-2010

Απ’ το παράθυρο κάτω στον πολυσύχναστο
τον δρόμο σαν κοιτάξεις, βλέπεις τον Θάνατο
σουλάτσο αγκαλιά με την κυρά ζωή να κάνει.
Κι όταν το βλέμμα μέσα στον θάλαμο γυρίσεις,
βλέπεις ξανά τον θάνατο βόλτες να κόβει
και την αρρώστια να τον κυνηγά σαν το χταπόδι.