ΞΕΠΕΣΜΟΣ

17-3-1986

Αλίμονο,
Ελλ άδα μας, τρισεύγενη και χιλιοδοξασμένη.
Τα ρούχα σου τ’ ανάερα σκιστήκανε κουρέλια.
Το βλέμμα σου πικρό, πικρά πλανιέται.
Στέρεψε το πνεύμα σου, κι οι ρίζες σου κομμένες,
και το κορμί σου αδύναμο, λιτό, μόλις κρατιέται.




ΚΑΤΑΝΤΙΑ

18-11-1988

Μικρός λαός
με κομμένα φτερά
τρομαγμένος κοιτά,
την ελπίδα ζητά
στη χαμένη του δόξα.
Δειλά το κεφάλι
να σηκώσει τολμά,
λίγο κάθε φορά
για να πάρει αέρα.
Παραθύρι ανοιχτό
για να μπει λίγο φως,
περιμένει του κάκου.
Το σκοτάδι πηχτό,
αργοσέρνει σκοπό
στον αγέρα πνιχτό,
του θανάτου.
Μοναχός ο καθένας,
τον αέρα γροικά
για ν’ ακούσει η καρδιά,
του τρανού, πολεμάρχου,
τ’ αλόγου το βήμα.
Σπίθες στις πέτρες να βγάζει,
κι αγριεμένο να χλιμιντρά.
Τις πόρτες να σπάσει,
ντουβάρια παντού να σκορπίσει,
φωλιές τα πουλιά
να μη βρουν να κουρνιάσουν.
Κι έτσι μονάχα, μέσα απ’ τη φρίκη,
θε να περάσει,
απ’ το σκοτάδι στ’ αρχέγονο, πάλι, το φως.




ΑΔΕΙΑ ΧΡΟΝΙΑ

20-1-1999

Τι χρόνια άσχημα, τι χρόνια άδεια.
Χωρίς ελπίδα, χωρίς όνειρα.
Παντού σκοτάδια.
Η ανοησία περίσσεψε.
Η κοινωνία ωρίμασε.
Έτοιμο φρούτο, στις ορέξεις
του κάθε επιτήδειου.
Ηγέτες γέμισαν τον κόσμο,
που ντροπιάζουν τη λέξη.
Καραγκιοζάκια που παίζουν
ρόλους ηρώων, χωρίς ντροπή,
χωρίς αιδώ, με περίσσια θρασύτητα.




ΠΡΟΔΟΣΙΑ

17-2-1999

Τον Οτσαλάν
παρέδωσαν στη βάρβαρη Τουρκιά.
Συνωμότησαν, ξάφνου, ντόπιοι και ξένοι προδότες,
να γυρίσουν τις πλάτες στον κουρδικό λαό.
Κρεμάσανε τα μπαϊράκια του σκοταδισμού,
στους Τούρκικους μαχαλάδες, ν’ ανεμίζουν ξεδιάντροπα,
σκορπώντας παντού στον αέρα τον τρόμο, όπως παλιά.
Στον Καύκασο ψηλά θα καρφώσουν ξανά,
το ελεύθερο του αγώνα καθάριο πνεύμα.
Τον Ιούδα τον βρήκαν, κι ο γύπας της στέπας κράζει ξανά.
Τα καρφιά τώρα φτιάχνουν, και τα χέρια απ’ το αίμα
με θράσος ξεπλένουν, πως τάχα δεν φταίνε γι’ αυτά.
Κι οι λαοί στη γωνιά, με μια χούφτα στο στόμα λεφτά,
νυσταγμένοι κοιτάζουν τον μεσαίωνα, που γυρίζει
σαν τη χολέρα στον κόσμο ξανά.




ΕΥΡΩΓΕΝΙΤΣΑΡΟΙ

17-12-2000

Προδότες της φυλής μας.
Γενίτσαροι του νέου κόσμου.
Την Ελλ άδα με τις πράξεις σας
καρφώνετε κάθε στιγμή,
στους βράχους του Θεϊκού Ολύμπου.

Τα γεράκια του κόσμου κοπαδιαστά
το αίμα της ρουφούν το ιερό,
κι εσείς, ανόητοι, χαίρεστε,
το μεγαλείο της προδοσίας σας.

Σαν ύαινες γλείφετε το αίμα της
χορταίνοντας τη μαύρη σας ψυχή
με μίσος άπρεπο για την Πατρίδα,
που σκόρπισε το φως στον κόσμο.

Το ματωμένο βλέμμα σας ψάχνει
να βρει, φωνές ελεύθερες,
ανυπόταχτες, για να τις πνίξετε
μπροστά στ’ αφεντικά σας.

Παίρνοντας θέσεις που δεν σας αξίζουν,
αντάλλ αγμα της προσφοράς σας.
Προδότες της φυλής που σας γέννησε,
καταραμένοι στους αιώνες να ’στε.




ΤΑ ΓΑΪΔΟΥΡΙΑ

15-3-2008

Πήραν θάρρος τα γαϊδούρια
και κλοτσάνε στα τυφλά,
τα ταΐζουμε κριθάρι
όπως τ’ άλογα κι αυτά.

Και το πίστεψαν και εκείνα
και αρχίσαν σαματά
σαν ξετσίπωτα γαϊδούρια
στις οθόνες μας μπροστά.

Φάγανε μέχρι να σκάσουν
της πατρίδας τ’ αγαθά,
τώρα βγαίνουν στις οθόνες
σαν παρθένες στη σειρά.

Και χωρίς ντροπή μάς λένε
πως τα φάγαμε μαζί
γιατί γλύψαμε το πιάτο,
που μας πέταξαν στη γη.