ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

02-09-1971

Θα περάσουν τα χρόνια, τα τόσο ωραία, τα τωρινά.
Σκληρός θε να ’ρθει στο κορμί μαρασμός.
Αχ αλίμονο τότε, με πόση λαχτάρα,
θα θες να γυρίζεις στο παρελθόν.

Κάθε σελίδα της πρώτης σου νιότης
ατέλειωτη θα ’ναι, απ’ αναμνήσεις.
Κάθε σου βήμα θα σου θυμίζει κάτι απ’ τ’ ατέλειωτα,
της πρώτης σου νιότης, τα δειλινά.

Θα περάσουν τα χρόνια, τα τόσο ωραία, τα τωρινά.
Θα κλάψουν τα μάτια, στο κάθε παγκάκι,
στην κάθε γωνιά, στους δρόμους που πάτησαν
τ’ ακούραστα πόδια, που ‘χαν φτερά.

Πικρά θα γελάσεις, κρυφά ίσως κλάψεις,
σαν θα περάσεις απ’ τα πρώτα τα στέκια,
τα τόσο φτωχά. Ποιός ξέρει πως θα ’σαι;
θα ’χεις κοιλίτσα; Θα ’χεις μαλλιά;

Δειλά θα καθίσεις. Μονάχος σου πια.
Οι πρώτοι κι αξέχαστοι φίλοι και φίλες
Θα ’ρθουν μπροστά σου σαν σκιά,
γεια σου, φίλε μας Γιώργο, τι κάνεις; Καλά;

Τότε τ’ άψυχα τούτα, καρέκλες, πλατείες,
παγκάκια, στενά, θα καταλάβεις πως,
απ’ το τότε, σου μείναν μονάχα πιστά.
Κλείσε τα μάτια και προσευχήσου.
Θα είσαι καλά.




ΑΔΙΚΙΑ

27-09-1971

Μια αγκαλιά χρωματιστά λουλούδια πήραμε,
όλοι μαζί οι φίλοι και πήγαμε βουβοί κι αμίλητοι,
την προσφορά μας, στη θύμηση του φίλου μας.

Την προσφορά μας κάναμε, σε κάποιον φίλο μας χαμένο.
Όταν κάποιος απ’ την παρέα, γεμάτος πίκρα είπε.
-Κοιτάξτε εδώ, παιδιά, τι φοβερή αντίθεση.
Τρομάξαμε στο άκουσμα, μέσα στην τόση ησυχία
της φωνής του.
Σκυμμένοι κι αμίλητοι, κοιτάξαμε κατά το μέρος,
που τα μάτια του θολά κοιτούσαν.
-Διαβάστε εδώ,
με περισσότερη την πίκρα στην φωνή, μας είπε.
Κι εκεί διαβάσαμε:

ΣΟΦΙΑ …
ΕΤΩΝ 81
ΑΠΕΒΙΩΣΕ ΤΗΝ 22-08-1971

Τι φοβερή και άδικη αντίθεση.
Γιατί εκεί, πιο δίπλα του φίλου μας, η επιτύμβια στήλη,
έγραφε:

ΘΕΟΔΩΡΟΣ …
ΕΤΩΝ 21
ΕΦΕΔΡΟΣ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ ΠΥΡΟΒΟΛΙΚΟΥ
ΕΦΟΝΕΥΘΗ ΕΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
ΤΗΝ 22-08-1971

Τι φοβερή και άδικη αντίθεση, παράπονο και
πίκρα, γέμισε της καρδιές μας.




ΕΡΩΤΑΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑΧΑ;

19-10-1971

Κρουστάλια και μαλάματα κι’ αντιφεγγίσματα διαμάντια,
λάμπουν δυο μαύρα μάτια σ’ αγαπημένο φως.
Ολόδροσα νερά με το γαργάρισμά τους,
μοιάζουν τα ολόμαυρα μαλλιά, των ημερών τ’ Απρίλη.
Χρυσό μελισσοκόφινο το όμορφό σου στόμα
και τιτιβίζουν λόγια μέλισσες κι ολόγλυκο το μέλι.

Τον άσπρο κύκνο ζήλεψε ο λαιμός και ψήλωσε σαν ’κείνου.
Και πήρες λυγισμό παλικαριού και δέρμα σκόνη πεταλούδας.
Και το ολόρθο στήθος σου, ναού αέρινος ο τρούλος.
Του φεγγαριού του ολόξανθου η μέση σου ο κύκλος,
Και όλη σου η κορμοστασιά, σαν φίδι στέκεται,
μαυλιστικό, σε κυπαρίσσια πόδια.

Ανέγγιχτο και ιερό ξωκκλήσι μού φαντάζεις,
κι έρχομαι ταπεινός προσκυνητής
και κοινωνώ τα ολόγλυκά σου χείλη.




ΜΟΙΡΑ

29-11-1971

Μοίρα,
μαζί τα πρώτα της ζωής μελώματα ρουφήξαμε.
Χειροπιαστά περάσαμε τα ξέγνοιαστα χρόνια της νιότης.
Μου στάθηκες ως τώρα, πιστή οδηγήτρα,
συνοδοιπόρος, του δρόμου μου καλή.
Σε δύσκολες στιγμές μου άπλωνες το χέρι
και με ξανάφερνες στα δίπλα σου γερό.

Μοίρα,
πολλ ές ίσως να ειν’ οι πίκρες που ποτίστηκα,
στο πέρασμα των τόσων λίγων χρόνων, της όμορφης νιότης.
Μέσα σ’ αυτό το αδιάκοπο στροβίλισμα, στο πέρασμα
και στο προσπέρασμα των τόσων δρόμων,
πολλ οί οι δρόμοι, που φαίνονταν καλοί για να παρθούν.
Μα χάθηκαν.

Μοίρα,
δεν σου κρατώ κακία, γι’ αυτούς τους άπαρτους δρόμους.
Αφού τον δρόμο της ζωής, τον πολυπόθητο,
τον έχουμε ολάκερο μπροστά μας, δεν δυσανασχετώ.

Πιστή συνοδοιπόρε,
εσύ, μέσα σ’ αυτό, το φαινομενικό το χάσιμο
των τόσων δρόμων, ίσως τον δρόμο της ζωής,
στον κόσμο αυτό να κέρδιζες, ποιός ξέρει;

Αγαπημένη φίλη,
γι’ αυτόν τον δύσβατο τον δρόμο
που μου κράτησες ακέραιο, χωρίς του πόνου
και της πίκρας το σημάδι,
μοίρα,
πιστή συνοδοιπόρε, σ’ ευγνωμονώ.




ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΤΑΡΙ

26-08-1972

Την ώρα αυτή, της μοναξιάς και της αυτοσυγκέντρωσης,
σ’ άνοιξα πάλι, αγαπημένο μου τετράδιο.
Πάνω στ’ άσπρα σου φύλλα, αυτά τα πεντακάθαρα,
πάλι κι απόψε, θέλω ν’ απλώσω τη ψυχή μου.

Αυτές οι όμορφες στιγμές θέλω να μείνουν θύμησες,
για πάντα χαραγμένες στο χαρτί σου.
Και κράτησέ τες μυστικά, σαν θησαυρούς της μνήμης.
Σαν σε παπά, σε σέ ξομολογιέμαι τα όμορφα του έρωτα
και της καρδιάς τους κρύφιους πόθους.




ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ

19-06-1974

Γιατί καρδιά μου τόσο παράπονο και τόση πίκρα;

Τα χέρια κι η καρδιά μου νέκρωσαν.
Οι λέξεις βαριές και άτονες, χοντρά κι άχαρα
σμιλεύονται μεσ’ το εργαστήρι του μυαλού.
Ξερόκλαδα κι αφάνες, σέρνονται στη γη.
Κανένας ήχος.
Μόνο ο πεθαμένος ήχος του θανάτου.
Κι ο ήλιος, νεκρίκια κίτρινος, αργομασάει τις πέτρες.
Αχνίζει το νερό στη γη κι ουρανός βρυχιέται,
σκιές ο κόσμος γύρω μου, φιγούρες του Σπαθάρη.