ΛΥΤΡΩΣΗ

23-07-1971

Κι αν έρθει η νύχτα και το φεγγ άρι νεκρικά το δεις να γέρνει
στην αγκαλιά της θάλασσας, μη φοβηθείς.
Δεν είν’ ο χάρος που το σέρνει πίσω του καταλύτης.
Γονάτισε, με θάρρος γδύσε την ψυχή σου.
Μέσα στη νύχτα, πιο εύκολα μπορείς να λυτρωθείς.

Άσε πλημμύρα δάκρυα καυτά,
πάνω στις κρύες πέτρες να σταλάξουν.
Διαμαντικά μαλάματα, μετάνοιας δώρα Θεία, θα φαντάξουν.
Μη φοβηθείς, ο ήλιος απ’ τη σκοτεινιά, θ’ αναστηθεί,
καινούργιο θα χαράξει δρόμο.

Μη σηκωθείς, γονατιστός στην πέτρα μείνε,
δέσε γερά τα γόνατα σ’ αυτήν, τα χέρια στον αέρα δέσε.
Γιατί άγρια θα ’ρθει θύελλα και φοβερό δρολάπι,
πίσω θε να σου πάρουν την καρδιά, να στην γυρίσουν πίσω.

Στάσου, πέτρα, στην πέτρα γίνε.
Μην ξεκορμίσεις απ’ αυτήν, κρατήσου.
Κι’ όσο άγρια ναν’ η θύελλα και δυνατό να ’ναι το δρολάπι,
σαν νιώσεις στη ψυχή τον λυτρωμό,
θάνατος και ζωή δική σου.




ΑΔΥΝΑΜΙΑ

13-08-1971

Ξέρω τι πρέπει, ξέρω και πόσα πρέπει να κάνω,
μα δεν τα κάνω, γιατί με σπρώχνει
απ’ τις δυνάμεις μου κάτι πιο πάνω.
Αλίμονο, καταλαβαίνω πως αν δεν κάνω
αυτά που πρέπει, τώρα να κάνω,
αύριο πλέον, πολύ αργά, θα ’ναι γι’ αυτά,
που έπρεπε ήδη να κάνω.

Ξέρω πως σίγουρα, πικρά θε να κλάψω
και θα πικράνω κι άλλ ους μαζί μου,
αγαπημένους, γονείς, αδέλφια,
και τόσους φίλους, που είναι τώρα και σύμβουλοί μου.
Μα, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν ξέρω,
πες ένα χέρι, πες πως μια μοίρα πέρα με σέρνει,
και με κρατάει και μ’ οδηγάει,
όπου εκείνη θέλει κι όχι εγώ. Σαν σε σφαγή.

Πού άραγε θε να με βγάλει; Πού μ’ οδηγάει;
Με τόση βία, χωρίς βουλή;
Κι αν κι αν κάνω κάτι, μου το χαλάει.
Κι αν προσπαθήσω ν’ αντισταθώ,
με παρασέρνει, όπου εκείνη θε να με πάει,
ή σε πλατύδρομο ή σε γκρεμό.




ΤΡΑΓΩΔΙΑ

18-08-1971

Κάποτε,
εδώ κι αρκετό καιρό, ένα κοπάδι γιδοπρόβατα,
μ’ έναν γεροβοσκό παρέα, έβοσκε και λιαζότανε
λεύτερο στον δροσερό, βουνίσιο αέρα.
Μα ξάφνου, εκεί που τ’ αλαφρό και λιγωμένο
μόσκο αγέρι σβήνει, φέρνοντας νέκρα στο μυαλό
και βαριεμό στη ζήση, καμπάνα ακούσθη να κτυπά
απ’ του μικρού χωριού τα σωθικά, λυπητερά, νεκρίκια.
Τινάχτη απ’ τη νάρκη ο βοσκός, σαν περιστέρι τρομαγμένος,
γιατί έχει κι αυτός εκεί παιδιά, γυναίκα, αδέλφια, νύφες,
όπου ακούστηκε ο νεκρόηχος, της εκκλησιάς η καμπάνα.
Μ’ αν είναι, εσκέφθη, γέροντας κανείς, μ’ άσπρα μαλλιά
και ποταμούς τα γένια, ας είναι, άλλο δεν ωφελεί
στον κόσμο αυτόν να μείνει, καλύτερα χίλιες φορές
σ’ αυτόν, που σεβαστός, μ’ άσπρα μαλλιά και ποταμούς
τα γένια, μας άφησε και έφυγε για τ’ ουρανού,
τ’ ανάλαφρα, αιώνια λημέρια.
Όμως, οι καμπανιές δεν τ’ άρεσαν και βάζει αυτί ν’ ακούσει
σε τι βαθμό λυπητερά, ο χάροντας, το κάλεσμά του κάνει.
Μ’ αλίμονο, στην πρώτη καμπανιά, που δροσερό
την έφερε τ’ αγέρι, εδάκρυσαν τα μάτια του,
ταράχτηκε η καρδιά του.
Του φάνηκε πως άκουσε, χίλιων μανάδων κλάμα.
Τρομάξανε τα πρόβατα και κύκλο μαζευτήκαν,
έσκυψαν τα κεφάλια τους στη γη κι έπαψαν τη βοσκή τους.
Δεν είν’ αυτά για γέροντα, τρανού θανή σημάδια.
Μα κάποιος νιος, απρόσμενα, τον κόσμο αυτόν αφήνει.
101
Δεν άντεξε άλλο ο βοσκός, πρόβατα, αρνιά μαντρώνει.
Πετάει την φλογέρα του στη γη, την φλάσκα, το νερό,
σ’ ολάνθιστο
κλαδί, ξινομηλιάς κρεμάει, και μ’ ελαφιού δρασκέλισμα,
με γερακιού φτερούγες, χιμάει στον κατήφορο,
που φέρνει στο χωριό του.
Τα γόνατά του λύθηκαν, τα χέρια του κοπήκαν.
Στο πρώτο βλέμμα χωριανού, στ’ αντίκρισμα του δρόμου,
του δρόμου, που το τέλος του, στο σπίτι του οδηγάει.
Από μακριά φαντάσματα, του φάνηκαν ανθρώποι.
Στο σπίτι του μπαινόβγαιναν και λούλουδα,
για στόλισμα νεκρού, στα χέρια τους κρατούσαν.
Τρέμοντας, μπήκε στον πλατύ οντά,
και σαν αντίκρισε νεκρό, από εχθρού το βόλι,
τον πρώτο γιο του, σωριάστηκε στο κρύο πάτωμα,
κι άφησε την στερνή πνοή του.




ΟΝΕΙΡΑ

19-08-1971

Δειλά κι άσκοπα απλώθηκε τριγύρω η νύχτα,
με τους καημούς του φεγγαριού λιωμένους σ’ άστρα.
Και μείς, μια φιλική, από μικρά παιδιά, παρέα,
που ’χαμε λίγο πριν μεθύσει, από τρελά της θάλασσας
παιχνίδια, κι από γέλια.
Νιώσαμε ευθύς γλυκιά, μαυλιστικιά, την κούραση,
να ξεδιπλώνει στο κορμί, μικρούλα νέκρα.
Κι άπλωσε στη ψυχή του καθενός, κάτι λιωμένο
απ’ τ’ άστρα.
Και ξεδιπλώθηκε η καρδιά, κι απλώθηκε νωχελικά στο σώμα,
και βγήκαν ηλιαχτίδες ντροπαλές, του καθενός
οι κρύφιοι πόθοι.
Κι έλεγαν, κι έλεγαν για χθες, για σήμερα, για τ’ αύριο,
με πίκρα, με παράπονο, μ’ ελπίδα.
Κι έλιωσε η νύχτα τα κορμιά και τα ’κανε όλα πνεύμα.




ΣΤΟΝ ΦΙΛΟ ΜΑΣ ΤΟΝ ΘΟΔΩΡΗ

22-08-1971

Αντίο,
γεια σου για πάντα, φίλε μας.
Πήρες και συ, σαν τόσους άλλους, τον ατέλειωτο δρόμο
του χαμού, υπηρετώντας την πατρίδα σε καιρό ειρήνης.

Πικραμένους κι ανήμπορους μας άφησες πίσω,
δίχως καν να μας πεις, το τελευταίο, έχετε γεια.
Τρομαγμένοι μείναμε να κοιτάζουμε τον δρόμο,
που έπρεπε να ’ναι φραγμένος στους νέους.
Κανείς μας δεν πίστεψε, πως έφυγες για πάντα.
Μεσ’ την καρδιά, βαθιά του καθενός,
η ελπίδα ζει, πως θα γυρίσεις Θοδωρή.
Η δύναμη των 21 σου χρόνων, τα δυνατά σου χέρια,
η ζεστή σου η καρδιά, δεν μας αφήνουν να πιστέψουμε,
πως και συ νικήθηκες.
Για μας ποτέ δεν έχεις φύγει.
Πως είναι μπορετό να φύγεις για πάντα, τόσο νέος;
Κι ας ήμασταν εμείς οι ίδιοι, οι φίλοι σου, μπροστά,
που σ’ οδηγήσαμε στη στροφή του αγύριστου δρόμου.
Δεν πιστεύαμε, πως για σένα πηγαίναμε μπροστά,
μα για κάτι τ’ αόριστο,
για κάτι που η μοίρα κι η στιγμή καθόριζε,
εμείς οι φίλοι σου να βρισκόμαστε, εκεί μπροστά
και δίπλα στ’ άψυχο σώμα.
Ούτε για μιας στιγμής το πέρασμα, δεν πίστεψε κανείς μας,
πως εσένα οδηγούσαμε εκεί.
Κι όταν στη στροφή φτάσαμε τ’ αγύριστου δρόμου,
κι εμείς σταματήσαμε, και συ, προχώρησες μόνος.
Κατάμονος μπροστά και χάθηκες στο βάθος του ορίζοντα,
δεν κλάψαμε, γιατί δεν μπόρεσε ο νους μας
να πιστέψει, πως δεν θα γυρίσεις ξανά.
Ήταν για μας, σαν να ’φευγες ένα ταξίδι.
Όπως τόσες και τόσες φορές ταξίδεψες μακριά,
και γύρισες πάλι, κοντά σ’ εμάς, τους φίλους σου,
που σ’ αποχαιρετούσαμε και καρτερούσαμε
κάθε φορά τον γυρισμό σου.
Κι όταν με το καλό γύριζες, εύρισκες πάντα τη θέση σου,
στην καρδιά του καθενός, κενή, να σε περιμένει.
Έτσι και τώρα, Θοδωρή, η θέση σου, για πάντα,
κενή θα μένει στις καρδιές μας,
και θα σε περιμένει, να γυρίσεις κι απ’ αυτό το τελευταίο
ταξίδι, που σ’ αποχαιρετίσαμε, όπως κάθε φορά,
εμείς, οι πάντα φίλοι σου.




ΟΡΚΟΣ

25-08-1971

Ορκίστηκε,
ναι, δεν μπορείς να τ’ αρνηθείς,
πως έβαλε το χέρι στο ευαγγέλιο κι ορκίστηκε.
Είπε τα ίδια λόγια που ο νόμος ορίζει να λες,
σ’ αυτές τις τραχιές περιστάσεις.

Ορκίστηκε στον Θεό.
Σ’ έναν οποιοδήποτε Θεό μπορείς να ορκιστείς,
πως θα πεις την πάσα αλήθεια.
Κι αυτοί,
που ’χαν σκοπό να βγάλουν μια κάποια απόφαση,
μια οποιαδήποτε απόφαση.
Την έβγαλαν.

Πιστέψαν;
Δεν πιστέψαν;
Τον όρκο που τους έδωσε.
Δια τουφεκισμού τον σκότωσαν.

Γιατί, λοιπόν, τον έβαλαν τάχα να ορκιστεί,
με το δεξί το χέρι στο ευαγγέλιο,
κατάσαρκα ακουμπισμένο;
Ήταν μεσ’ στο σενάριο,
παράσταση, όπως στα έργα των θεάτρων;