ΡΑΝΤΕΒΟΥ

09-06-1970

Φωνές, φασαρία και θόρυβοι, στο ζεστό το βραδάκι
μοιάζουν άσχετοι βάρβαροι σε αγάπης παρτάκι.
Τ’ ανοιξιάτικο τούτο βράδυ μας, το ζεστό και το ήρεμο,
το γλυκό και τ’ ωραίο, είναι όμορφο όνειρο
αγαθό και μοιραίο.

Τ’ ανοιξιάτικο τούτο βράδυ μας, το ζεστό και το ήρεμο,
θέλω αγάπη μου όμορφα, συ κι εγώ να περάσουμε.
Χέρι χέρι, σιγά θα βαδίσουμε, δίχως καν να μιλάμε,
σ’ ένα πάρκο, αγάπη μου, συ κι εγώ θε να πάμε.
Λόγια όμορφα η καρδιά μας θα λέει, και τα χείλη μας
θα ενώνονται προσευχή και σπονδή στην αγάπη.

Σ’ ένα δέντρο του πάρκου κρυφό, σιωπηλά θα καθίσουμε,
τρυφερά θα μιλήσουμε, χίλια λόγια αγάπης θα πούμε.
Για το χθες, για το σήμερα, μα για τ’ αύριο πιο πολλά ασφαλώς
θε να πούμε.




ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ

11-06-1970

Ήρθαν πουλιά, ήρθαν αστέρια, ήρθαν χιλιάδες περιστέρια.
Ήρθαν στη γη απ’ άλλον κόσμο, όπου αιώνες είχαν κρυφτεί.
Ήρθαν παπάδες, ήρθαν διάκοι, ήρθαν δεσπότες και στρατηγοί.
Ήρθαν οι νέοι, μα και οι γέροι, που ήταν έτοιμοι να πάνε αλλού.
Ο κόσμος όλος είχε προστρέξει,
στο πρώτο κάλεσμα τ’ Αληθινού.

Μέσα απ’ τα μνήματα οι πεθαμένοι, άλλοι με σάβανα,
κι άλλοι γυμνοί, έτρεχαν όλοι, να πάνε εκεί, όπου το κάλεσμα
απ’ τους αγγέλους με ήχους σάλπιγγας είχε ακουστεί.
Κόσμος και κόσμος είχε αμέσως συγκεντρωθεί
και η άκαρπη έρημος είχε ανθίσει, τον Άγιο Κύριο για να δεχτεί.

Όλοι μαζί, οι πεθαμένοι, από αιώνες κι οι ζωντανοί,
χωρίς τον φόβο, ο πεθαμένος του ζωντανού.
Όλοι κοιτούσαν με αγωνία, μαζί και τρόμο, κι άλλοι έκλαιγαν,
κι άλλ οι γελούσαν, μακάριο γέλιο, καλού θνητού.
Γύρω στα κρόσσια του ουρανού, κάτασπροι άγγελοι,
με τις ρομφαίες, κάτω κοιτούσαν με δέος, τη συρροή.

Για μια στιγμή, όλοι σωπάσαν, κι οι άσπροι άγγελοι
για μιας σταθήκαν, όλοι σκυφτοί, σεμνά προσκύνησαν
τον Λυτρωτή, πάνω σε φλόγες είχε φανεί.
Τρεις άγγελοι μπροστά, έναν σταυρό από φωτιά βαστούσαν,
τρεις άλλοι πίσω τους, πάνω σε σύννεφα, φέρναν σιγά,
ένα σπαθί, που ’χε ανάκατα φτιαχτεί, από χολή κι από κατάρα.

Πιο πίσω, άγγελοι λευκοί, μια ζυγαριά αστραφτερή βαστούσαν
και προχωρούσαν σιωπηλοί.
Και πίσω τους, φλόγες κυλούσαν, φλόγες πολλές, φλόγες πελώριες,
φλόγες βουνά, μα φλόγες ήρεμες, φλόγες ζωής,
και πάνω εκεί, στην πιο ψηλή και δυσθεώρητη κορυφή,
πύρινος θρόνος είχε στηθεί, που πάνω του,
μεσ’ τα χρυσά και τα μετάξια,
Ήρεμος, είχε καθίσει ο Δίκαιος Κριτής.




ΨΥΧΟΕΡΕΥΝΑ

15-07-1970

Ω!
Πονεμένε νεαρέ, που στη ζωή αυτή,
ούτε ποιός είσαι συ, καλά καλά δεν ξέρεις,
και ψάχνεις μες τα τρίσβαθα της άγνωστης ψυχής σου,
να βρεις την άκρη, να πιαστείς απ’ την κλωστή,
που θα σε οδηγήσει μπροστά στην πόρτα
την κλειστή, που πίσω της, αν την ανοίξεις,
θα δεις με δέος, ίσως, το ποιος είσαι.

Μα μόνο το ποιος είσαι, μόνο τον εαυτό σου
ίσως να γνωρίσεις και τίποτ’ άλλο.
Τ’ άλλα, μυστήρια και σκοτεινά, ποτέ
δεν θα αντικρίσεις από πριν, μα κάθε βήμα,
που μες στην σκοτεινιά θα κάνεις,
ότι το απλωμένο χέρι σου ακουμπά,
εκείνο μόνο θα γνωρίζεις.




ΓΝΩΡΙΜΙΑ

12-11-1970

Σε γνώρισα μια νύχτα, που ο πόνος
κύριος ήταν στα νεαρά κορμιά μας.
Καθόσουν, με μια φίλη σου, αγαπημένη,
κι ο νους σας ίσως έτρεχε μακριά.

Κοντά σας, σαν πλησίασα,
-Γωγώ, μου είπες τ’ όνομά σου
και το λεπτό το χέρι σου,
μου άπλωσες δειλά.

Σαν περιστέρι το ’νιωσα,
απ’ της καρδιάς τα βάθη,
κι ολόχαρο,
πως πέταξε σε με.




ΨΕΥΤΟΦΙΛΙΕΣ

10-05-1971

Άλλο δεν είχα από καρδιά, μα τώρα είναι κομμάτια.
Δυο φίλους νόμιζα πως είχα αληθινούς,
μα σήμερα απ’ τα τεφτέρια της καρδιάς σβηστήκαν.
Υπήρξε κάποτε, καιρός, που φίλοι δίνανε τα χέρια
και σμίγανε τα αίματα και γίνονταν αδέλφια.
Πίστευα στη φιλία τους, σαν αδελφούς τούς είχα,
μα σήμερα με πίκραναν, μου βούρκωσαν τα μάτια,
και την καρδιά μου ξέσκισαν,
την έκαναν χίλια κομμάτια.




ΘΥΜΗΣΗ

12-07-1971

Ακούραστο, κάθε στιγμή πουλάρι νιόγεννο η θύμηση.
Υπομονετικό, δυσκολοξέχαστο, μονότονο τραγούδι.
Πηδά μόνο στιγμές και χάνεται, στου νου
τ’ αραχνιασμένα, όλο σκόνες μονοπάτια.

Στιγμές ,σε σκοτεινές σπηλιές, νεραϊδωμένες λες
και χώνεται βαθιά κι αποξεχνιέται, σε χάδια
και τραγούδια νανουριστικά κι αποκοιμιέται.
Κι η λησμονιά, παιδαγωγός, συμβουλευτής
κι αντίμαχος σκληρός της θύμησης,
την πόρτα της σπηλιάς, που απεκοιμήθη,
με σίδερα χοντρά κι αμπάρες τη στολίζει.

Στολίδια ειν’ αλήθεια για τη θύμηση,
της λησμονιάς οι αμπάρες.