ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΡΕΜΠΕΤΕΣ

30-10-1976

Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά ελάτε
απόψε αγκαλιά να τραγουδήσουμε.
Τα λιανοτράγουδα του μερακιού να πούμε
και στις καινούργιες τις καρδιές φωτιές να ιδούμε.

Όλοι εμείς που βλέπετε, σε λίγο θα χαθούμε,
και στις καρδιές σας μοναχά,
με τα τραγούδια μας αυτά,
νοσταλγικά θα ζούμε.

Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά
ελάτε απόψε αγκαλιά
να θυμηθούμε,
τα παλιά γλυκά τραγούδια.

 




ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ

26-09-1976

Σαν ξεκινήσεις τον μακρύ τον δρόμο της ζωής,
να ’χεις το νου αστραφτερό και το μυαλό καθάριο.
Μην ξεχαστείς στα λούλουδα, που τριγυρίζουν,
τις κρυφές χαρές, τις ψεύτικες του κόσμου.

Εκεί, που το ξαγνάντεμα του δάσους σε τρελαίνει,
κι εκεί, που στου βουνού, το ξέρικο, αντανακλά ο ήλιος,
μην προσπαθήσεις να κρυφτείς, να βρεις απάγκιο.
Προχώρα, μην δειλιάσεις μια στιγμή, κρατήσου.

Ψάξε να βρεις, μιαν αγκαλιά, μιαν αγκαλιά, λουλούδια,
γυναίκα τρυφερή, γλυκά να σε κοιτά στα μάτια.
Να σου χαϊδεύει τα μαλλιά, να σε φιλά στο στόμα.
Κι όταν η νύχτα έρχεται, ν’ αδειάζεις τους καημούς σου.

Να ζεις και να πορεύεσαι σαν άνθρωπος σωστός.




ΠΡΟΣΜΟΝΗ

1967

Άνοιξη τα λουλούδια σου, πολύ αργούν να έρθουν,
να ομορφύνουν τα βουνά, να πρασινίσει η φύση
και τα γλυκά τ’ αηδόνια σου, ν’ αρχίσουν το τραγούδι.
Να φύγει το ψιλόβροχο, το κρύο και τ’ αγιάζι,
να λουλουδιάσουν οι καρδιές, αρώματα και ευωδιές
ο κόσμος να γεμίσει.




ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΝ ΘΕΟ

11-12-1968

Θεέ εσύ πού είσαι ψηλά στον ουρανό επάνω, τάχα
ξέρεις τον πόνο μου και το παράπονό μου.
Ανθρώπου νους δεν ημπορεί Θεέ μου να το νιώσει,
μα Συ, πού είσαι ψηλά και της καρδιές γνωρίζεις,
και μ’ ένα μόνο νεύμα σου τα πάντα κατορθώνεις,
πές μου Θεέ, παρακαλώ, δύσκολο σου είναι;
Η πολλά ζητά η άμοιρη καρδιά μου;

Δεν ξέρω Θεέ το μέτρο σου και πώς να το μετρήσω;
Εσύ Θεός και εγώ θνητός, πώς να σε αντικρύσω;
Εσύ αιώνιος εγώ φθαρτός τι μέτρο να μετρήσω;
Εσύ μονάχα απόφαση για με μπορείς να πάρεις.
Μα σε παρακαλώ πολύ Θεέ κάνε ένα νεύμα, διέταξε,
Ότι το δίκαιο τ’ ανθρώπινο ζητώ, με μέτρο πάντα,
Θεέ, θέλω να τ’ αποκτώ.

Γιατί Θεέ, άλλη να ζούνε πλούσιοι γεροί και ευτυχισμένοι
Κι άλλοι μές’ στην φωτιά της φτώχιας,
άρρωστοι και δυστυχισμένοι.
Σε τι σου έφταιξαν Θεέ; Και τι κακό σου κάναν;
Γιατί να βασανίζονται; Δεν τους λυπάσαι τάχα;

Ότι κι αν έκαναν Θεέ, ότι κι έχουν κάνει,
Δώς τους πλουσιοπάροχα την πατρική συγνώμη,
Και δώσε Θεέ μου και σ’ αυτούς, τουλάχιστον την υγειά τους.
Ξέρεις Θεέ τι σου ζητώ εσύ μονάχα ξέρεις,
και μόνο Εσύ μπορείς στο άνθρωπο μ΄αγάπη να προσφέρεις.




ΥΓΕΙΑ

01-06-1970

Ω παλικάρι, δώσ’ να πιω,
απ’ το κρασί που πίνουν οι λεβέντες.
Να αισθανθώ και εγώ σαν σε,
νέος, δυναμωμένος.
Και πάνω σ’ άλογο να βγω,
να τρέξω, να χορέψω,
χορούς που εσείς χορεύετε,
της λεβεντιάς η νιότη.

Ω! Παλικάρι, δώσ’ και με,
από το ξεροκόμματό σου,
να φάω και να αισθανθώ,
τα δόντια μου να τρίζουν,
και να φωνάξω με φωνή,
που ν’ ακουστεί στον κόσμο.
Έτσι ας είναι, κάλιο η ζωή,
με ξεροκόμματο και με κρασί,
γερή κι αντρειωμένη.

Τι να τα κάνω τα λεφτά,
τα πλούτη τα καζάντια,
όταν το σώμα ανήμπορο
πονάει στα κρεβάτια;
Εγώ θα ήθελα, σαν σε,
να είμαι, να σου μοιάζω.

Στην αντρειοσύνη, στην υγειά,
στην καλοσύνη της καρδιάς σου.

Και σαν λεβέντης νιος κι εγώ,
να μπαίνω στους χορούς σας
και να χορεύω ζωντανός,
πηδώντας στον αέρα.

Και να μην νοιάζομαι σταλιά,
για τ’ αύριο που θα ’ρθει,
αρκεί να ζω χορεύοντας,
να περπατώ μου φτάνει.




ΕΠΙΘΥΜΙΑ

02-06-1970

Θα ’θελα,
το κάθε γλυκοχάραμα, το κάθε όμορφο δείλι,
να τρέχω στις βουνοκορφές, τον ήλιο να κοιτάζω.
Ν’ ακούω τ’ άγρια πουλιά, τις βρύσες, στις σχισμές
των βράχων τις κρυμμένες, να γαργαρίζουν τρυφερά,
και να γεμίζει η καρδιά μου, αγάπη για τον κόσμο.

Να ’χω μαζί μου το ψωμί και τις ελιές και το τυρί,
να τρώω και να ξεδιψώ απ’ το τρεχούμενο νερό,
μεσ’ το βαθύ ρυάκι.
Να βλέπω γύρω μου ζωή, να με κρυφοκοιτάζει,
και να υψώνω στον Θεό το νου, και να τον χαιρετίζω,
βαθιά απ’ την καρδιά λουλούδια να σκορπίζω.

Ν’ ακούω βελάσματα αρνιών και του βοσκού
την παθιασμένη τη φλογέρα, ν’ αντιβουίζει
το βουνό από τραγούδια κι από γέλια.
Έχουν γιορτή, τρανή γιορτή, κάθε στιγμή και κάθε ώρα,
είν’ η καρδιά τους παιδική, αγνή και στη χαρά τους.
Γλεντούνε και χορεύουνε, και με ψωμί ξερό, ελιές πικρές,
τυρί αλμυρό, τους φτάνουν.