1-8-1989
Το είναι μου ολόκληρο σκιρτά,
γεμάτη η καρδιά μου νοσταλγία,
κι η θύμησή μου τρυφερά
τρέχει σ’ εσένα, αγαπημένη μάνα,
ΙΩΝΙΑ.
Ποτέ, τ’ αγαπημένο χώμα σου δεν άγγ ιξα,
δεν έπαιξα παιδάκι στις αυλές σου,
μήτε ποτέ δεν ρούφηξα την άνοιξη,
μεσ’ τον πνιγμό των λουλουδιών σου.
Κι όμως,
είναι, σαν να γεννήθηκα εκεί,
εκεί να ένιωσα τα πρώτα,
της νιότης τα σκιρτήματα,
και του διωγμού το δράμα.
Κι όταν σε σκέπτομαι, ριγώ.
Μια τρυφεράδα απλώνεται,
μια πίκρα, λες κι έμειναν,
εκεί μακριά, όλα τα τζιβαΐρια.
Μέσα στο αίμα μας, περήφανα,
με τ’ άρμενα, ολάνοιχτα κυλάς,
σαν μια, απ’ τις πιο όμορφες
γοργόνες της φυλής μας.
Από πατέρα σε παιδί περνάς,
κι από παππού σ’ εγγ όνι.
Στα παραμύθια ανασταίνεσαι,
κι αιώνια νέα μένεις ΙΩΝΙΑ.