ΣΤΗΝ ΣΥΜ-ΠΕΘΕΡΑ ΜΟΥ

27-11-2010

Τι να σου κάνω συμ-πεθέρα μου καλή,
και δεν μπορώ το χέρι να σ’ απλώσω,
να σε τραβήξω στα ρηχά,
και την ζωή που χάνεις να σου δώσω.
Εγώ γερός κι εσύ στο θάνατο μισή,
κι αδύναμη, παραδομένη.
Τι να σου κάνω, δεν μπορώ
τον χάροντα να τον πλανέψω.

Κουράγιο κάνε, πάλεψε,
κι ο θάνατος πολλ ές φορές
στο πάλεμα με μας νικιέται,
και κάνει πίσω κι ακολουθεί.

Κρατήσου.
Γύρνα και δώσ’ του μια μπουνιά
κι ασ’ τον ξοπίσω σου να τρέχει.
Μην φοβηθείς κρατήσου.




ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ

27-11-2010

Απ’ το παράθυρο κάτω στον πολυσύχναστο
τον δρόμο σαν κοιτάξεις, βλέπεις τον Θάνατο
σουλάτσο αγκαλιά με την κυρά ζωή να κάνει.
Κι όταν το βλέμμα μέσα στον θάλαμο γυρίσεις,
βλέπεις ξανά τον θάνατο βόλτες να κόβει
και την αρρώστια να τον κυνηγά σαν το χταπόδι.




ΓΛΩΣΣΑ ΡΟΔΑΝΙ

27-11-2010

Μιλάει, γελάει, δεν σταματάει,
λες και η γλώσσα γλιστράει
σ’ ένα κεφάλι γεμάτο λαπά.
Λέει, Θεέ μου, τι λέει;
Ότι του έρθει στ’ άδειο κεφάλι
κι από το μαύρο πετάει στο λευκό.
Λέει αρλούμπες, αρκεί να μιλάει
λες και η γλώσσα λυτό είναι πουλάρι
και τρέχει στον κάμπο δίχως σκοπό.
Κι εσύ, τον ακούς,
και θες να φωνάξεις,
σκάσε επιτέλους,
θα μας πεθάνεις
και θα μας στείλεις
σαν τον Χριστό.




ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ Ο ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΗΣ

3-10-2010

Κάποτε ήτανε ορθός και ντούρος καβαλάρης
και σε αγρούς τριγύριζε γεμάτους με θυμάρι.
Χαρούμενος επήδαγε και τους ανθούς τρυγούσε
κι όταν εκουραζότανε, αδιάφορα σφυρούσε.

Τι όμορφη η άνοιξη, της νιότης το δροσάρι.

Τι όμορφη η άνοιξη, τι όμορφα τα νιάτα,
τι όμορφες οι αρπαχτές, στα πάρτι τα σικάτα.
Μονάχος έμπαινε σ’ αυτά και έφευγε μπλεγμένος
και μαραμένος να ’τανε και σαν φυτό πεσμένος
σε πέντε δευτερόλεπτα ήταν ορθά στημένος.

Σαν μυριζότανε ψητό και τρυφερό λουλούδι
αμέσως τους ψιθύριζε μια νότα από τραγούδι.
Αλίμονο στα νιάτα μας, στητέ μου καβαλάρη,
άδειο σακί κατάντησες δεμένο σε μουλάρι,
που περπατά κουτσαίνοντας δίχως σταλιά καμάρι.

Τα έρμα νιάτα πέρασαν, ασπρίσαν τα μαλλ ιά μας
επέσανε τα δόντια μας, ήρθαν τ’ αρθριτικά μας.
Πήρε κιλά η μπάκα μας κι αέρα τα μυαλά μας,
η πίεση μας φούντωσε, τρίζουν τα κόκαλά μας.
Αλίμονο, λεβέντη μου, πήρες την κατηφόρα
κι όσο κι αν θέλεις να κρυφτείς, επέρασε η ώρα,
το τρένο χάθηκε, γι’ αυτό κατούρα και προχώρα.

Κι όμως,
πρέπει να κρατηθείς περήφανος, μόνο στη σκέψη,
πως την ζωή την τίμησες, και προπάντων,
δεν άφησες, ποτέ, κανείς να σου την κλέψει.

 




ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

29-5-2006

Στο χωριό θα ’θελα να ’μουν
σ’ ένα ύψωμα.
Τα σπαρτά να ’χουν φυτρώσει
κι όλα πράσινα.
Μια βροχή ψιλή να πέφτει,
να ’ναι μούσκεμα.
Να γυαλίζουν οι ψιχάλες
στα ακρόφυλλ α
και να στάζουνε διαμάντια
στα ματόφυλλ α.
Να μυρίζει η γη χορτάρι
κι εκατόφυλλ α
και τραγούδι να σκαρώνω
στα ακρόχειλα.




ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ ΔΕΚΑ ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΕΙΣ

13-11-2000

Παραπονέθηκες παλιά,
πως στο χαρτί αυτό
δεν έβαλα ποτέ,
το πόσο σ’ αγαπώ.

Λοιπόν καρδούλα μου,
άκου τι έχω να σου πω.
Τι κι αν τα ωραιότερα
τα λόγια βρω και γράψω.

Τι κι’ αν τ’ αστέρια τ’ ουρανού,
με λόγια όμορφα
στη γη τα κατεβάσω;
Κι όλα τα λούλουδα της γης
στα πόδια σου σκορπίσω;

Κι όρκους σου κάνω, πως
στ’ αλήθεια σ’ αγαπώ.
Λενάκι μου.
Μαύρα μου μάτια, βελουδένια,
κορίτσι μου γλυκό,
ψυχή μου απαλή και όμορφη.

Όλα μου φαίνονται
μικρά και λίγα,
για να σου έλεγα,
με λόγια το πόσο σ’ αγαπώ.

Η ίδια η λέξη σ’ αγαπώ
έχει ένα μέτρο, ένα όριο,
τα πράγματα έξω από εμάς
λέμε πως τ’ αγαπάμε.

Τον ίδιο μας τον εαυτό
λέμε πως πρέπει να προσέχουμε.
Τη Μάνα σου, τη Μάνα μου,
τη Μάνα κάθε ανθρώπου,

πρόσεξε τι λέει μ’ αγωνία,
«παιδί μου να προσέχεις»
κι όλη η λαχτάρα της αγάπης της
σ’ αυτό το να προσέχεις, τελειώνει.

Καρδούλα μου,
«τα μάτια σου δέκα, να προσέχεις».