ΣΕΡΓΙΑΝΙ

17-01-2013

Ξενύχτησα πάλι απόψε.
Πήρα τις σκέψεις μου απ’ το χέρι
και σεργιανίσαμε στα χρόνια τα παλιά.
Γύρισα πίσω στα σοκάκια,
της φτωχικής παλιάς μου γειτονιάς.
Θυμήθηκα τον Κώστα, τον Λευτέρη, τον Βασίλη,
τον Αποστόλη, με το solex το παπί,
τον Τάκη, με τον Σπύρο και τον Στέλιο,
τότε που ήμασταν μικρά κι αμούστακα παιδιά.
Είδα σαν όνειρο τον κυρ Θανάση, τον μπακάλη,
με την ολόασπρη μακρυά του την ποδιά,
τον Μήτσο τον χοντρό, τον γαλατά,
που φώναζε βραχνά τ’ απόγευμα, ο γαλατααάς,
όταν περνούσε φορτωμένος μ’ ένα σακούλι
στo ’να χέρι με γιαούρτια και στ’ άλλο γάλατα ο φουκαράς.
Τον φούρνο είχε ο Κυρ Σπύρος, Φιλολάου, όπου πηγαίναμε
με τα ταψιά, άλλος με κρέας και πατάτες
κι άλλος με πίτα και χώρια πάντοτε, τα μακαρoνικά.
Και στην γωνία, Ιλιάδος, η ”Μιμόζα, τα ψιλικά της γειτονιάς,
όπου δινότανε η μάχη, άμπεμπα μπλόμ του κείθε μπλόμ,
το ποιος θα πάει να ψωνίσει χύμα τσιγάρα και που και που
ένα μικρό μπουκάλι, με τριαντάφυλλο λικέρ.
Ψάρια πουλούσε ο κυρ Νιόνιος, σε πανέρι,
ισορροπώντας το ψηλά στην κεφαλή
και πάγο μοίραζε ο μελαψός ο Παναγιώτης,
με μία τρίκυκλη, κυπαρισσί, σπουδαία μηχανή.
Το καλοκαίρι, όταν έλιωνε ο πάγος έξω απ’ τις πόρτες
τις κλειστές, σημάδι ήταν, πως σ’ αυτό το σπίτι,
εκτάκτως φύγανε και λείπουν, μάλλον για δουλειές.
Σε μια γωνιά, μπλεγμένη η ακακία μοσχοβολούσε
με το γιασεμί κι απ’ την αυλή του Πεπερόνε,
κάτω απ’ τον ίσκιο μιας τεράστιας μουριάς,
ολημερίς ο Καζαντζίδης τραγουδούσε,
μ’ όλα τα γκάζια τέρμα, από το ράδιο-πικ-απ,
της φτώχειας τα πικρά τραγούδια
και της πατρίδας μας την λησμονιά,
με αχ και βαχ για την αγάπη και την μεγάλη
της Σεβάχ, από την Αίγυπτο, την αγκαλιά.
Με τον Σωτήρη ψάχναμε για την κεραία
και πού θα την απλώσουμε κρυφά, ζούσαμε βλέπεις
στην παρανομία, με τον πειρατικό στα ερτζιανά.
Το party μας στηνότανε ανάμεσα σε δυο στιγμές.
-Τι λες, ρε Γιώργο, δεν κάνουμ’ ένα ρεφενέ παρτάκι το βραδάκι;
Kαι να σκεφτείς πως ήταν μεσημέρι κι η ώρα ήταν τρεις.
Χαμηλωμένα φώτα, βερμουτάκι και μπλουζ με τα κορίτσια αγκαλιά,
ξημέρωνε με il silenzio και al bano, κρυφά φιλιά και κάποια φλερτ.
Γδαρμένα γόνατα στο γηπεδάκι, φωνές, σπρωξίματα, βρισιές,
μαλώματα και αυτοψίες, αν μπήκε ή δεν μπήκε γκολ.
Μούσκευε η φανέλα απ’ τον ιδρώτα, στην παιδική χαρά του Μετς,
όταν γνωρίζαμε το μπάσκετ, έφηβοι πια κι’ αρχίζαμε δειλά το ……
Προφητ’ Ηλία κι Αγι’ Αρτέμη, τις Κυριακές για προσευχές,
τα βράδια καλοκαιρινό, στον ”Έκτορα”στην ”Ρέα” και στην ”Λάουρα”, σινεμαδάκι
και το χειμώνα ”Ολύμπια”, ”σινέ7”, και στο ”Παλλάς”,
στο ”moncine” για ήρωες ανίκητους και κάτι ψευτοτσόντες σεξ.
Στον Αϊ Γιάννη τον Καρέα, μια ποδαράτη εκδρομή την Κυριακή,
στην Καλοπούλα με προσκόπους, μαθαίναμε τάχα, για τη ζωή.
Στον Λέντζο και στο άλσος Παγκρατίου φραπεδάκι,
στον Άδωνη ραντεβουδάκι, πριν την σχολή, για χαβαλέ,
Σάββατο βράδυ Φιλελλήνων, στο passy κουβεντούλα και ψευτοχορό
κι η μπάλα με τα φώτα στο ταβάνι, να φτιάχνει περιβάλλον κουλτουρέ.
Να λέμε με τον Ντάνυ ιστορίες και όνειρα να ζωγραφίζουμε τσαμπέ.

Φτωχή μου γειτονιά, που μας μεγάλωσες,
πως είναι δυνατόν απ’ το μυαλό μου να σβηστείς,
που οι στιγμές του σήμερα είναι μπλεγμένες,
αδιάσπαστες και τρυφερές μέσα στο χθες;
Και κάπου εκεί τελείωσε η νύχτα κι ήρθε ξανά το σήμερα
και ξανακρύφτηκε μες στου μυαλού τις θύμησες, το χθες.




ΕΙΜΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ

17 – 01- 2014

Είμαι ο άνθρωπος, είμαι ο κόσμος.
Δεν είμαι εγώ που νιώθω και σιγοτραγουδώ.
Είμαι ο γείτονας, είμαι ο ξένος,
είμαι ο άνεργος, φτωχός βιοπαλαιστής.
Είμαι, ο αδικημένος, ο χαμένος,
είμαι μια έρημος, χωρίς φωνή.
Ο πεινασμένος κοκαλιάρης,
αυτός που έμεινε, χωρίς ψωμί.
Αυτός, που σαν βραδιάζει, δεν έχει στέγη
και πού να γείρει το δαρμένο του κορμί.
Είμαι αυτός, που οι άνθρωποι κλωτσάνε,
αυτός, που τον πληγώνουνε κάθε στιγμή
και μες στο κρύο και τη ζέστη, ψάχνει γωνιά,
σαν σκύλος, μόνος, για να κοιμηθεί.
Είμαι ο άνθρωπος, στον νέο κόσμο,
χωρίς αισθήματα, χωρίς ντροπή.




ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΡΕΣΟΥΝ

21 -03 – 2013

Δεν μου αρέσουν τα θολά γυμνά και άχρωμα τοπία.
Δεν μου αρέσουν τα πεσμένα φύλλα στις αυλές,
των ποταμών ο βούρκος και των βουνών τ’ αποκαΐδια,
η μόλυνση της θάλασσας, και του πλαγκτόν η γλίτσα,
η αμμουδιά με τ’ αποτσίγαρα και τα λογής σκουπίδια.
Με θλίβουν τα χωριά, που μόνα αργοπεθαίνουνε,
ερείπια, χωρίς φωνές , στα άδεια στενοσόκακα,
τα άφωνα, χωρίς τρεχαλητά, κλειστά σχολεία.
Σάπια πορτοπαράθυρα και σκουριασμένες αλυσίδες
και στις γωνιές ν’ ακροβατούν τα ακροκέραμα,
στης άκρες, από τα σπασμένα κεραμίδια.
Βρύσες που κάποτε ξεδίψαγαν ανθρώπους κουρασμένους,
να στέκουνε τώρα στεγνές, με θόλους ρημαγμένους.
Τα καλντερίμια που απάτητα κρύφτηκαν μεσ στ’ αγκάθια
και ‘γιναν πίνακες ζωγραφικής, σε μουχλιασμένους τοίχους.
Του κάμπου του πολύσπορου η ασπερμία
και του βουνού το πράσινο, μαύρο κι αποκαΐδια.
Η έρημος που έρχεται σκληρή, το λιώσιμο των πάγων,
το όζον που διαλύεται, ο αφανισμός των ζώων.
Κι’ άνθρωπος μες σ’ όλα αυτά κι άλλα πολλά χειρότερα,
δεν ντρέπεται και τραγουδά κι αμέριμνος, τάχα, σφυρίζει.




ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ

13-03-2011

Σαν της πληγές του σώματος, είναι και οι πληγές, της προσφυγιάς.
Μον΄ τούτες, δεν γιατρεύονται, δεν παν στον άλλο κόσμο.
Mατώνουν στα περάσματα, πονούν στα πρωτοβρόχια,
θέλουνε χρόνο αβάσταχτο, δάκρυα καυτά, για να μικρύνει ο πόνος,
υφάδια αραχνοΰφαντα ν’ απλώνει απάνω τους ο χρόνος,
για να διαβαίνουν στα γυρίσματα του νου, θολές σκοτούρες
και στο μυαλό των εγγονών, ξεθωριασμένες πια φιγούρες.




ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ

29-05-1976

 

Τα χρόνια κύλησαν,
οι ιδέες που ανάλαφρα πετούσαν, βάρυναν,
πλησίασαν τη γη, το ανέμελο της νιότης πέταξε μακριά,
οι έγνοιες πλήθυναν, ο χρόνος λιγόστεψε.
Τα λόγια χόντρυναν στο στόμα, τα πιστεύω μας άλλαξαν.
Η οπτική γωνία του μυαλού μας, πήρε καινούργια θέση.
Το κενό της ψυχής μας άρχισε να μεγαλώνει, να μεγαλώνει,
αβάσταχτα γρήγορα, σκαλίζοντας στ΄ ανθρώπινα συντρίμμια,
να βρει το κομμάτι που λείπει, να το ταιριάξει όμορφα,
χωρίς κενά, χωρίς καλαφατίσματα, όσο το δυνατόν πιο τέλειο
να γίνει αυτό το ταίριασμα. Χωρίς σφυριά κι υποχωρήσεις.
Τα χρόνια κύλησαν, χόντρυναν τα αισθήματα, τα πόδια βάρυναν,
ο αγώνας έγινε δύσκολος, βαρύ το τίμημα της κάθε ώρας.




ΒΑΡΚΟΥΛΑ

30 – 04 – 2014

Βαρκούλα του μυαλού μου,
λύσε απόψε τα σκοινιά.
Να σεργιανίσουμε σ’ όμορφους κόσμους,
με απλωμένα, όλα τα κάτασπρα πανιά.
Να ταξιδέψουμε σε θάλασσες, του νου μας,
σε γαλαξίες ξένους και γαλάζιους ουρανούς.
Γυμνοί σαν Ροβινσώνες, να χαθούμε,
σ’ άγνωστες θάλασσες και στου Αιγαίου τα νησιά,
να μας χαϊδεύει τα μαλλιά το αεράκι,
το φως του Ήλιου, να μας λούζει, ζεστασιά
και το μυαλό μας λεύτερο, να ζωγραφίζει,
καινούργιους κόσμους, δίκαιους,
στ’ άστρα ψηλά.