ΧΕΡΙ ΦΙΛΙΑΣ

13-03-2011

Φαντάζομαι έναν κόσμο δίχως σύνορα,
σημαίες, τύμπανα και εχθρούς λαούς.
Κι απλώνω πρώτα εγώ το χέρι στον εχθρό μου,
τον Τούρκο που `ναι απέναντι και με κοιτάει με μίσος,
το ίδιο μίσος έτρεφα κι εγώ γι’ αυτόν,για τους νεκρούς μου.
Απλώνω εγώ λοιπόν το χέρι απ’ την καρδιά μου.
-Συχώρα με αδερφέ και ’γω, σε συχωρνάω.
Έλα ν’ αγκαλιαστούμε αδελφικά, καρντάση,
σ’ αυτήν του χάρτη,την ασήμαντη κουκκίδα
και μόνιμα ειρηνικά να ζήσουμε σ’ αυτά τα χώματα,
χωρίς της πίκρας απ’ τα αίματα και των δυονών, κηλίδα.




ΚΛΕΙΣΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ

13 – 06 – 2014

Κλείσε τα μάτια στ’ ομορφότερο τοπίο
κι’ όλα τριγύρω, σαν από θαύμα θα χαθούν.
Σκοτάδι το μυαλό σου θα σκεπάσει,
το φως του Ήλιου θα σβηστεί.
Θα νιώσεις μόνος, σ’ ένα απέραντο κενό.
Άνοιξ’ τα μάτια σου στον κόσμο
και δες την ομορφιά που ζεις.
Την ομορφιά της πέτρας, που την καίει ο Ήλιος.
Το πέταγμα ενός μικρού πουλιού,
τα τριαντάφυλλα στο βάζο,
την μυρωδιά ενός ζεστού ψωμιού.
Άκου το κλάμα, ενός μικρού παιδιού,
την άπειρη ομορφιά, κάτω απ’ το δέντρο,
να πίνεις τον καφέ σου ένα πρωί,
σε θάλασσες και σε ποτάμια,
να βρέχεις καλοκαίρι το κορμί,
την μυρωδιά της ξεραμένης χλόης
και του χειμώνα τις βροχές,
κουκουλωμένος να γυρίζεις,
μες στου βοριά τις εξοχές.
Τόσο απλά ειν’ όμορφος ο κόσμος,
κι εμείς χαμένοι στην ζωή,
ψάχνουμε τάχα ευτυχία,
σε τράπεζες και ψεύτικες χαζοχαρές.




ΞΟΒΕΡΓΕΣ

26 – 02 – 2013

Ξόβεργες έστησαν έξυπνα παντού στη γη,
οι χορτασμένοι,
πιαστήκαμε ύπουλα σ’ αυτές, της γης
οι πεινασμένοι.
Σπόρους μας ρίξανε στο άδειο χώμα,
Σπυρί, σπυρί, στου λύκου φτάσαμε,
μπροστά το στόμα.
Και τώρα αδύναμοι και τρομαγμένοι,
κλαίμε την μοίρα μας γυμνοί και
αδικημένοι.




Ο ΣΥΝΩΣΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

31-01-2012

Η Μικρασία μας βογκά, πλημμύρισε στο αίμα.
Βούρκωσαν γύρω τα βουνά, κλαίνε oι καμπάνες, κλαίνε.
Σφάζει η Τουρκιά τους Έλληνες, δεν την χορταίνει το αίμα.
Γδάρανε τον Χρυσόστομο, σφάζουν μωρά και μάνες.
Κι’ ο θάνατος αλάφιασε, φρούμαξε τ’ άλογό του,
χάνεται η πατρίδα μας, χάνεται η φυλή μας.

Σαν τα πουλιά πετάξανε τα έρμα τα παιδιά σου.
Κι όποιος προλάβει αρπάζεται σε καραβιού ανεμόσκαλα,
σε καϊκιού κατάρτι, της βάρκας πιάνουν το σκαρί
και του Θεού το χέρι. Εκεί το όνειρο τελείωσε
και το κορμί, απ’ τις ρίζες του, κόπηκε και μαράθη.
Βούρκωσαν τα ματάκια τους, μάτωσε η ψυχή τους
χανότανε το είναι τους, χανόταν η ζωή τους.

Για να γλυτώσουν την σφαγή, φεύγουν για την Ελλάδα,
σφιχτά κρατώντας αγκαλιά, πέρα από τις ψυχές τους,
την Παναγιά στον κόρφο τους, στα χέρια τα παιδιά τους
και στον γειρτό τον ώμο τους, μια χούφτα χώμα,
σ’ ένα μαντήλι, μ’ ευλάβεια βαλμένο, στον μποξά τους.
Και σαν ξημέρωσε η αυγή, μες σε λυγμούς και πόνο,
με βάρκες ξεμπαρκάρανε, στων λιμανιών τον όρμο.

Κι ευθύς, στο λοιμοκαθαρτήριο, σαν βρώμικους τους πάνε.
Κι αφού πρώτα τους μέτρησαν, τους ‘βάλαν στην αράδα,
άντρες ,γυναίκες και παιδιά, σαν πρόβατα σε στάνη,
τους κούρεψαν όλους γουλί, γυναίκες ξανθομάλλες
κι άντρες λεβέντες, με μαλλί κοράκου κι αλαβάστρου
κι αφού πλυθήκανε, με πράσινο σαπούνι με ποτάσα,
περάσανε από γιατρούς, μην κουβαλούν αρρώστιες
και σαν τους έβλεπε ο γιατρός και ήτανε εν τάξει,
τους μοίραζαν σε toll, στις φτωχογειτονιές,
μ’ ένα ξερό ψωμί και μια μπουκιά φαί απ’ το καζάνι,
για να στηρίξουν την ζωή, που ρίζες ήδη άρχιζε να βγάνει.

Και κύλησαν τα χρόνια δύσκολα κι’ ήρθαν κι άλλες σκοτούρες.
Ήρθαν πολέμοι και φριχτά, χρόνια καταραμένα.
Μα ο πρόσφυγας δεν λύγισε, μον’ έσφιξε τα δόντια
και δούλεψε σκληρά, μ’ αγάπη, για το χώμα,
τις τέχνες, την γραφή, το εμπόριο, το επιχειρείν
κι έγινε τούτος οδηγός, στην κοινωνία φάρος.

Κι εσύ, Ελλάδα μας γλυκιά, νόστιμον ήμαρ των παιδιών σου,
στο σώμα σου βαθιά κρατάς, κάτι απ’ την παλιά πατρίδα.
Εδώ οι ψυχές και τα κορμιά, με στεναγμούς και δάκρυα,
ξεπλύνανε τον πόνο και το αίμα και ξανακτίσανε απ’ το μηδέν,
ζωή καινούργια και μάλιστα, πολύ, πολύ, ωραία,
μ’ αρώματα και ευωδιές, φερμένες απ’ την μάνα μας,
την όμορφη κι’ αξέχαστη, γλυκιά, Μικρά Ασία.




ΑΠΟΓΡΑΦΗ

16-01-2011

Απογραφή θα κάνεις,
κάποια μέρα, της ζωή σου.
Θα αρχίσεις να μετράς από παιδί,
τόσα τα λάθη, τόσα τα κέρδη
και τόσες oι ζημιές.

Θα σκέπτεσαι ανθρώπους που περάσαν.
Κάποιοι απ’ αυτούς σε πλήγωσαν βαθιά
κι άλλοι σε ’γδάραν,
στυγνά κι απάνθρωπα σαν πειρατές.
Σου άρπαξαν κομμάτια της ψυχής σου,
σου άφησαν σημάδια και θύμισες πικρές.

Θα σκέπτεσαι ανθρώπους που σταθήκαν
και σού ’δωσαν ελπίδα σε δύσκολες στιγμές,
σου άπλωσαν το χέρι, χωρίς δόλο
και δεν σου ζήτησαν ποτέ, ανταλλαγές.

Θα σκέπτεσαι σχολεία και παρέες,
στρατό, δουλειά και προκοπές,
ταξίδια, γάμους και βαφτίσια,
εγγόνια, θάλασσες και εξοχές.

Και όλα θα τρέχουν στο μυαλό σου,
σαν μια ταινία, με ταχύτητα φωτός,
οι πρωταγωνιστές και οι κομπάρσοι
θα ’νε θολοί κι αδύναμοι σαν σκιές.

Προσπάθησε λοιπόν στην αυτοκριτική σου,
να είσαι ήπιος κι όχι σκληρός πραματευτής,
όσες και να ’κανες, στο διάβα της ζωής σου
καλές, ή και κακές επιλογές.

Καν’ ένα βήμα πίσω απ’ τα παιδιά σου
και στάσου ίσκιος και γερό δεντρί,
για ν’ ακουμπούν, επάνω στην καρδιά σου,
σ’ όλες τις δύσκολες, ανθρώπινες στιγμές.




ΚΕΝΤΡΙ ΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ

16-01-2011

Σαν το κεντρί της μέλισσας κεντάς
στους δρόμους σαν βαδίζεις
κι όλων τα βλέμματα ρωτάς,
τάχα, δεν το γνωρίζεις.

Σε βλέπουν νιες και θέλουνε
πολύ για να σου μοιάσουν
κι όλοι οι νιοι απ’ τα κάλλη σου
νου και μυαλό θα χάσουν.

Και εσύ σαν μέλισσα τρυγάς
το μέλι απ’ τα λουλούδια
και τις καρδιές που μάτωσες, πετάς,
σαν βαρετά, μικρού παιδιού παιχνίδια.

Τρελή,
τα χρόνια θα περάσουν αστραπή,
θα ’ρθουν στο μέτωπο ρυτίδες,
σαν φύλλα φθινοπωρινά,
π’ αρχίζουν, με την χειμωνιά, παρτίδες,

Ε και; Τι μου το λες;
και τότε πάλι εγώ
τραγούδια του φθινόπωρου θα λέω,
μαζί μ’ αυτόν που συνταγμένη θα βρεθώ,
πεσμένα φύλλα θα μαζεύω και ριπίδια.
Δικές μου θα ’ναι οι πίκρες κι οι χαρές,
μαύρα κομμάτια και θύμισες γλυκές,
απ’ της ζωής μου τα πιο όμορφα ταξίδια.