ΑΡΑΓΕ ΓΙΑΤΙ:

Η καμινάδα τους δεν κάπνισε ποτέ,
άσπρη, βουβή, κι’ αλέρωτη,
χρόνους πολλούς, κοιμάται.
Κουδούνι, δίχως δαχτυλικά αποτυπώματα,
κι η πόρτα τους, πάντα κλειστή,
δεν χάρηκε καλωσορίσματα, φιλιά
και χέρια αγκαλιασμένα.

Ούτε πουλί πετούμενο,
δεν βρίσκει στην αυλή τους,
δυο σπόρους κι’ ένα ψίχουλο,
νερό, την δίψα του να σβήσει.
Oύτε κλαδί παράμερο, να  γλυκοκελαηδήσει.
Oυτ’ ένα γέλιο δεν ακούστηκε ποτέ,
ώστε, τα όξινα να πλένει της ψυχής τους.

Μονόχνοτοι, περίεργοι, ξινοί,
κλεισμένη σε ανήλιαγο μυαλό, η σκέψη τους,
δεν θέλουν σπίτι τους κανέναν.
Ποιος ξέρει πώς να σκέπτονται,
και άραγε, μπορεί, αγκαλιασμένοι
με τα πλούτη τους, να ειν’ ευτυχισμένοι;




ΦΩΤΙΑ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ

14-10-2012

Δεν είναι φίλος σου ο Θεός, ούτε ισχυρός προστάτης
ούτε της μάνας τρυφερό φιλί, ούτε περίσσιο χάδι.
Είν’ άσβηστη φωτιά, που καίει στα σωθικά σου,
λιώνοντας του μυαλού και του κορμιού σου τους αρμούς,
στρώνοντας  δρόμους, σε δύσκολα περάσματα,
ανάμεσα σ’ ιδέες νέες και πονηρά τεχνάσματα.
Ανάμεσα σ’ αγκάθια και ύπουλα καμώματα,
κι αγωνιά μαζί σου σ’ όλα αυτά, να μην χαθείς,
για να μπορέσεις κάποτε στον ουρανό,
το Άγιο φως αν το πιστέψεις ν’ αντικρίσεις
και να σταθείς στον Ίσκιο του κι εσύ,
σαν φλόγα καντηλιού αιώνια, αναμμένη.




ΣΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΩΝ ΓΛΑΡΩΝ

13 – 09 – 2019

Στα φτερά των γλάρων και στο κυματάκι,
θα γράψω νοερά, όλες μου τις ελπίδες.
Να ταξιδεύουν με τους γλάρους μακρυά,
να σιγο τραγουδιώντε στ’ ακρογιάλια,
στο φεγγαρόφωτο, να σβήνουν απαλά
και ν’ ανασταίνονται πάλι τα πρωινά,
απ’ του ήλιου την ανίκητη ζωντάνια.




ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ΤΟ ΔΟΞΑΡΙ

09-12-2011

‘Εσπασε η πέτρα απ’ τον αχό,
λιγώθηκε απόψε, το φεγγάρι.
της λύρας και του μπουζουκιού
οι χορδές , χορεύοντας πήραν φωτιά,
τρελάθηκε του ‘Ηλιου το δοξάρι.

Κούρσεψε η φλόγα την ανατολή,
σκορπίστηκε τριγύρω το δροσάρι,
μύρα και ροδοπέταλα,
ουράνιο τόξο, θείο παλικάρι.




ΦΟΝ ΟΥΡΣΟΥΛΑ

09 – 04 -2021

Φον Ούρσουλα, πρώτη κυρά,
της γηραιάς Ευρώπης,
δεν σού ‘μαθαν μεσ’ στις σχολές
που σπούδασες, ότι.!
Όταν στην πόρτα φτάσεις μιας επίσκεψης,
και μέσα στην ψυχή σου νιώσεις πως κάτι,
δεν σ’ αρέσει, σ’ εκείνους τους προσκαλεστές,
να μην ντραπείς καθόλου, και ‘πεις το τι θα πουν
και μήπως τους προσβάλλεις ;

Να λες στον εαυτό σου, ένα, δεν μπορώ,
κάτι ακαθόριστο και βάρβαρο εδώ συμβαίνει.
Την πλάτη σου, περήφανα να τους γυρνάς
και μ’ ήσυχη συνείδηση, στο σπίτι σου
επέστρεφε και στους δικούς σου ανθρώπους;

Αν το ‘χες μάθει αυτό και το ΄κανες προχθές
κυρά μου πενεμένη, Θα πρόσφερες την
εξιλέωση, πρώτα, στην πατριώτισσα σου την μαντάμ,
και έπειτα σε όλη την Ευρώπη, που δίχως πια ντροπή,
σε θρόνους χρυσοποίκιλτους, καμαρωτή και σε παλάτια,
το ψυχοπαίδι σας χωρίς ντροπή σαν άλλοτε έναν τρελό,
ταΐζει, δυναμώνει κι’ εκπαιδεύει;




Ο ΣΠΟΡΟΣ

09-03-2019

Σφιχταγκαλιάστηκαν του θανατά,
ιδέες, όνειρα, καημοί, θρησκείες και κουλτούρες,
με δάκρυα ανάκατα και μακρινές ελπίδες.
Τα ήθη και τα έθιμα γονάτισαν ξεψυχισμένα,
κι’ όλα μαζί στριμώχτηκαν, στης προσμονής τον σπόρο,
και κρύφτηκαν για να σωθούν,
σε μια βαθιά της γης χαραματιά και κοιμηθήκαν.

Κι’ ήρθαν βροχές. Κι’ ήρθαν χιονιές, αέρας και χαλάζι,
κι’ η γη ταράχτηκε φριχτά.
Πόνος και δάκρυα, αίμα και καταναγκασμός,
χρόνους πολλούς, μονάχα δυστυχία.

Μα εκεί που φαίνονταν πως όλα πια χαθήκαν,
ένα βλαστάρι τρυφερό, ένα κελάηδισμα πουλιού,
μια ηλιαχτίδα, κι’ ο σπόρος, ξεπετάχτηκε απ’ τα χώματα,
κι’ άρχισε πάλι να τρανεύει.

Έβγαλε κλώνους και κλαριά, φύλλα και βλασταράκια,
κι’ ανθίσανε οι κλώνοι του, και ‘δέσαν οι καρποί του.
Οι ποιητές ξανατραγούδησαν, άνθισαν στις αυλές τα μπουγαρίνια,
φύσηξ’ αέρας δροσερός, και στέγνωσε τα δάκρυα στα μάτια.

Γύρισε η ελπίδα στις καρδιές, κι’ έσκασε το χαμόγελο στα πικραμένα χείλη,
Τα λάβαρα τα τυλιγμένα στα σεντούκια ξετυλίχτηκαν κι’ ελεύθερα
κυμάτισαν θροΐζοντας, δυο λέξεις μοναχά, Χριστό κι’ Ελευθερία.